- σκολιόκαυλος
- σκολῐό-καυλος, ον,A with crooked or slanting stalk, Thphr.HP7.8.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολιόκαυλος — ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει κυρτό καυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «κυρτός» + καυλός] … Dictionary of Greek
σκολιόκαυλα — σκολιόκαυλος with crooked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek